- γαβιόμορφα
- (gaviiformes). Τάξη πτηνών με μικρά πόδια, τα δάχτυλα των οποίων ενώνονται με νηκτική μεμβράνη, και ουρά που αποτελείται από 18-20 φτερά. Τα πτηνά αυτά τρέφονται με ψάρια και ζουν στις αρκτικές περιοχές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεγανόποδα — Ομάδα πουλιών, που παλιότερα αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη, αλλά σήμερα έχει κατανεμηθεί σε πολλές άλλες, γιατί πολλά από τα πουλιά που την αποτελούν διαφέρουν μεταξύ τους σε σημαντικά χαρακτηριστικά. Τα σ. έχουν στα κάτω άκρα ένα είδος παλάμης: τα… … Dictionary of Greek